- νεόγναθα
- ταζωολ. υπέρταξη πτηνών τών οποίων ο οστέινος ουρανίσκος έχει δομή κατά την οποία η ύνις είναι ανεξάρτητη από τα υπερώια και πτεριγοειδή οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neognathae (< νε[ο]- + γνάθος)].
Dictionary of Greek. 2013.