νεόγναθα

νεόγναθα
τα
ζωολ. υπέρταξη πτηνών τών οποίων ο οστέινος ουρανίσκος έχει δομή κατά την οποία η ύνις είναι ανεξάρτητη από τα υπερώια και πτεριγοειδή οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neognathae (< νε[ο]- + γνάθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θρεσκιορνιθίδες — (thresciornithidae). Οικογένεια πτηνών, της υπέρταξης νεόγναθα, της τάξης πελαργόμορφα ή κικονιίμορφα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες πλαταλείδες και ιβίδες. Περιλαμβάνει περίπου 30 είδη μεγαλόσωμων πουλιών, που έχουν μακρύ ράμφος και λαιμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”